- μνημόνευμα
- και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) [μνημονεύω]πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξηνεοελλ.1. ανάμνηση, ενθύμηση2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρώνμσν.-αρχ.καθετί για το οποίο γίνεται μνείααρχ.1. ανάμνηση, υπόμνηση τού παρελθόντος2. μνημείο, ενθύμιο3. μέσο με το οποίο θυμάται κανείς κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.